- τετράγγουρον
- τετράγγουρον, τό,A large cucumber, Suid. s.v. σικυῖα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραγγούρων — τετράγγουρον large cucumber neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράγγουρα — τετράγγουρον large cucumber neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράγγουρο — το / τετράγγουρον ΝΜΑ, και τετραγγούριον Μ νεοελλ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού πεπονιά μσν. αρχ. είδος μεγάλου αγγουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἀγγούριον] … Dictionary of Greek